- μεσαίωνας
- Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις, όπως εκείνη που θέτει ως χρονική αφετηρία τον διαμελισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ως τερματικό όριο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ (1453) ενώ εξίσου αποδεκτή είναι η τοποθέτηση του τέλους της μεσαιωνικής φάσης στην ιστορία την περίοδο εμφάνισης του κινήματος της Αναγέννησης (14ος αι.). Στην ουσία το τέλος του Μ. συμπίπτει με την κατάργηση του καθεστώτος του φεουδαρχισμού, καθώς και με τη γέννηση του κινήματος του Διαφωτισμού (18ος αι.)
Ο όρος Μ. (ή μέσοι χρόνοι: Medio Evo, Moyen Age, Middle Ages, Mittelalter) υιοθετήθηκε κατά τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αι. από τους ουμανιστές ιστορικούς, οι οποίοι πρώτοι θεώρησαν τη χιλιετία εκείνη ως μια μακρόχρονη και οδυνηρή μεταβατική περίοδο μεταξύ δύο εποχών υψηλού πολιτισμού, εκείνων της κλασικής αρχαιότητας και της Αναγέννησης (η οποία άλλωστε χαρακτηρίστηκε ως η ανάσταση –ιδιαίτερα στον χώρο της τέχνης– της κλασικής αρχαιότητας). Κατά αυτήν την έννοια ο Μ. έχει σαφώς υποτιμηθεί συγκριτικά με την αρχαία και τη νεώτερη εποχή ή το λιγότερο έχει τοποθετηθεί σε υποδεέστερη μοίρα. Οι συγγραφείς της εποχής του Διαφωτισμού καταδίκασαν ακόμη πιο έντονα τη μεσαιωνική φάση, αφού την παρουσίασαν σαν μια περίοδο γεμάτη βαρβαρότητες, πνευματικό και ηθικό σκοταδισμό και πολιτική και κοινωνική καταπίεση. Η ιστορική εμβάθυνση που πραγματοποίησαν επιστήμονες, επηρεασμένοι από το κίνημα του ρομαντισμού, τροποποίησε την κοινή θεώρηση της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Αυτό επετεύχθη με τη σταδιακή ανάδειξη των θετικών και πρωτότυπων εκφάνσεων του Μ., έτσι ώστε στη σύγχρονη εποχή να θεωρείται ως το μακροχρόνιο στάδιο, στη διάρκεια του οποίου η πολιτιστική κληρονομιά της Ρώμης διαφυλάχτηκε και αναζωογονήθηκε από τον χριστιανισμό. Απτό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας αποτελεί η περίπτωση του ελληνικού Μ., στα πλαίσια του οποίου η πολιτιστική κληρονομιά της ελληνικής κλασικής και της ελληνιστικής αρχαιότητας διατηρήθηκε και καλλιεργήθηκε επιμελώς, ώστε να αξιοποιηθεί στον εμποτισμό του χριστιανικού πνεύματος, το οποίο με τη σειρά του διαμόρφωσε τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής. Αρκετοί λαοί (κυρίως οι γερμανικοί και οι σλαβικοί) που παλαιότερα είχαν περιφρονηθεί ως βάρβαροι και ξένοι προς το περιβάλλον του ρωμαϊκού κόσμου, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της νεώτερης Ευρώπης. Και ενώ η παρακμασμένη δυτική αυτοκρατορία παρέμενε απαθής παρατηρητής των γερμανικών μεταναστεύσεων, ο μεσαιωνικός ελληνισμός επεχείρησε μια ενεργητική διείσδυση (πολιτιστική, θρησκευτική και πολιτική) στον σλαβικό κόσμο, τον οποίο αναμόρφωσε ουσιαστικά, επηρεάζοντας τη μελλοντική του ιστορική εξέλιξη.
Θεωρώντας τον Μ. από αυτό το πρίσμα, ως την εποχή δηλαδή της χριστιανικής ενοποίησης της Ευρώπης, επιβάλλεται η μετατροπή των χρονικών ορίων του. Οι αρχές μπορούν να μετατεθούν πιο πίσω, στα 313 (διάταγμα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου) ή στα τελευταία χρόνια του 4ου αι. (δηλαδή στην εποχή της ανάδειξης του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά τη βασιλεία του Θεοδοσίου A’ και το διάταγμα των Μεδιολάνων). Όσο για το τέλος του M. τόσο η ανακάλυψη της Αμερικής αποτελεί αποφασιστική καμπή στην ιστορία του πολιτισμού όσο και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), της οποίας ο αντίκτυπος στον κόσμο της ανατολικής Ευρώπης αναλογεί σε σημαντικότητα με την ανακάλυψη της Αμερικής. Ωστόσο, ήδη από τα τέλη του 14ου αι. παρατηρείται μια σοβαρή κατάπτωση των θεμελιωδών ιδεωδών του Μ. και του μεσαιωνικού πολιτισμού· το ιδεώδες, παραδείγματος χάριν, της ρωμαϊκής χριστιανικής ενότητας του κόσμου, συγκροτούμενο από τις μορφές του πάπα και του αυτοκράτορα –μαζί με όλες τις ανάλογες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές προεκτάσεις και περιπλοκές– αποδυναμώνονταν ολοένα και περισσότερο. Πρέπει ακόμη να παρατηρηθεί ότι ο όρος Μ., ενώ έχει κάποιο νόημα για τους μεσογειακούς λαούς, που βρίσκονται μέσα στους κόλπους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για τους υπόλοιπους (τους γερμανικούς και τους σλαβικούς λαούς) η χρήση του όρου πραγματοποιείται εντελώς συμβατικά, αφού αυτοί οι λαοί εισήλθαν τότε για πρώτη φορά σε μια σφαίρα πολιτισμού, για την οποία πρωτύτερα, κατά την αρχαιότητα, παρέμεναν ουσιαστικά ξένοι. Εξίσου άστοχη είναι η αναφορά στον Μ. του Βυζαντίου, αφού το τελευταίο δεν έχει να αντιπαραθέσει εποχή ανάλογη με τη δυτική Αναγέννηση. Οι χρονολογίες που ορίζουν τον ευρωπαϊκό Μ. δεν έχουν καμιά σημασία για τον μουσουλμανικό κόσμο και τους εκτός Ευρώπης πολιτισμούς. Στην περίπτωση του ελληνισμού τα όρια είναι ποικίλα, μια και φαινόμενα του νεοελληνικού κόσμου παρουσιάστηκαν ήδη από τον 13o αι., πριν το 1453 δηλαδή. Αντίστοιχα, εκδηλώσεις μεσαιωνικού χαρακτήρα συναντώνται στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και κατά τους δυο επόμενους αιώνες μετά την Άλωση, έως το 1669. Η εκδήλωση του συγκεκριμένου φαινομένου αποτελεί περίτρανη απόδειξη της συμβατικότητας που χαρακτηρίζει τον στεγανό διαχωρισμό των ιστορικών εποχών σε διαφορετικές περιόδους.
Σχετικά με τη διαίρεση του Μ. σε χρονικές περιόδους, η περίοδος των εισβολών στις χώρες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ονομάζεται συνήθως βαρβαρική εποχή. Πρόκειται για τον 5ο αι., οπότε οι γερμανικοί λαοί, πιεζόμενοι από τους Ούννους, που μετανάστευαν ομαδικά προς τη Δύση, αναγκάζονταν να καταφεύγουν στα δυτικά και νότια διαμερίσματα της Ευρώπης. Κατά την περίοδο αυτή σχηματίστηκαν τα λεγόμενα ρωμαιό-βαρβαρικά βασίλεια των Βησιγότθων (στη Γαλλία και στην Ισπανία), των Βανδάλων (στη βόρεια Αφρική), των Οστρογότθων (στην Ιταλία), των Φράγκων (στη Γαλλία) και των Αγγλοσαξόνων (στην Αγγλία)· την ίδια περίοδο οι Σλάβοι διείσδυαν στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ένας από τους λόγους που συνέτειναν στην ισχυροποίηση της πίεσης των βαρβάρων στη Δύση ήταν η σθεναρή αντίσταση που, σε σχέση με τη Ρώμη, πρόβαλε το Βυζάντιο στους ξένους επιδρομείς. Έτσι, οι βάρβαροι έγιναν υπαίτιοι στη δυτική Ευρώπη μιας πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής άγνωστης στην ελληνική Ανατολή, όπου τα ερείπια των επιδρομών δεν ήταν τόσο μεγάλα. Ενώ οι Βυζαντινοί αντιμετώπισαν τις εισβολές με τη δύναμη των όπλων και με σχετική επιτυχία (σε σημείο, ώστε ο Ιουστινιανός να μπορέσει γύρω στα μέσα του 6ου αι. να σταθεροποιήσει τη βυζαντινή κυριαρχία σε μεγάλο τμήμα των μεσογειακών χωρών) η Ρώμη αντίθετα κατόρθωσε να υπερισχύσει μόνο με τα πνευματικά της όπλα, τα οποία, αν και με κάποια βραδύτητα, απέδωσαν ώριμους καρπούς. Σημαντική ήταν η επίδραση της επικράτησης του καθολικισμού στους Φράγκους (στα τέλη του 5ου αι.) για τον δυτικό πολιτισμό. Πράγματι, τον 8o αι., ενώ στη βυζαντινή Ανατολή διεξαγόταν σκληρός αμυντικός αγώνας εναντίον των Αράβων, που είχαν ήδη σταθεροποιηθεί στη Συρία, σε όλη την έκταση των αφρικανικών ακτών και στην Ισπανία, στη Δύση οι συνδυασμένες ενέργειες της εκκλησίας και των Φράγκων ανέκοπταν την προέλαση των Αράβων στη Γαλλία, δημιουργώντας το κατάλληλο έδαφος για την ανάπτυξη του κράτους της Εκκλησίας και της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου (η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ιδρύθηκε επισήμως τα Χριστούγεννα του 800) γεγονότα που αποτέλεσαν ένα πρώιμο στάδιο της ευρωπαϊκής άμυνας και αναδιοργάνωσης. Η ίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας περιόδου για τον Μ., της φεουδαλικής εποχής. Το Καρολίγγειο κράτος επεδίωξε να δημιουργήσει έναν ισχυρό χριστιανικό προμαχώνα, με πνευματικό κέντρο τη Ρώμη, πολιτικό-στρατιωτικό τη Γαλλία και με επικράτεια που εκτεινόταν από τον ισπανικό Έβρο (για την άμυνα εναντίον των Αράβων) έως τον Έλβα (για την άμυνα εναντίον των Γερμανών, που δεν είχαν ακόμα εκρωμαϊστεί) και τον Δούναβη (για την άμυνα εναντίον των Σλάβων). Η φεουδαρχική τάξη εξασφάλισε αυτήν την έκταση, καθώς και τη σταθερότητα των κατακτήσεων, ενώ την εκπολιτιστική διείσδυση στις χώρες των βαρβάρων υποβοήθησε η Εκκλησία. Με τη διάλυση της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας διαιρέθηκε για πρώτη φορά η Ευρώπη σε εθνικές περιοχές (γαλλική, γερμανική, ιταλική) και εγκαινιάστηκε μια τάση κατάτμησης του ευρωπαϊκού χώρου, η οποία γενικεύτηκε κατά τα τέλη του 9ου και το πρώτο μισό του 10ου αι., οπότε επικρατεί φεουδαρχική αναρχία, οφειλόμενη στην έλλειψη δύναμης εκ μέρους και της αυτοκρατορίας και της εκκλησίας· το φαινόμενο της αναρχίας επιτάθηκε με τις νέες βαρβαρικές εισβολές (των Νορμανδών και των Ούγγρων). Μόνο με την αναστήλωση της αυτοκρατορίας έως τα πιο ακραία ανατολικά όρια της Γερμανίας και την εκκλησιαστικό-πολιτική μεταρρύθμιση πραγματώθηκε η θετική ανέλιξη της μεσαιωνικής Ευρώπης και δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την αστική αναβίωση του 1000, ξεχωριστό γεγονός, που εκδηλώθηκε ύστερα από την απαλλαγή των ανθρώπων από τον φόβο του τέλους του κόσμου. Στη διάρκεια του 11oυ αι. παρατηρείται μια γενικότερη ακμή, αφού, ο αυξηθείς πλέον, πληθυσμός ικανοποιεί τις οικονομικές του ανάγκες με την εντονότερη και αποτελεσματικότερη αγροτική καλλιέργεια και βιοτεχνία, καθώς και με την ανάπτυξη και διεύρυνση του εμπορίου· οι πνευματικές του ανάγκες θεραπεύονται στα πλαίσια μιας ανανεωμένης θρησκευτικότητας και μιας καινοφανούς καλλιτεχνικής τεχνοτροπίας, εμπνεόμενης από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Οι μεγάλες διαμάχες για την ηγεμονία της Ευρώπης ανάμεσα στην παποσύνη και στην αυτοκρατορία (η έρις της Περιβολής), που διήρκεσαν από τις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αι. έως τις πρώτες του 12ου
αι., δεν ανέκοψαν –αντίθετα ευνόησαν έμμεσα– την πολιτικοκοινωνική ανάπτυξη των λατινό-γερμανικών λαών, παρέχοντας αντίθετα τις κατάλληλες αφορμές για την ανάπτυξη του πολιτισμού της εποχής των αστικών κοινοτήτων. Αυτό το διάστημα, εκτός από την κατάργηση της δουλοπαροικίας στην ύπαιθρο, αναπτύχθηκαν οι αυτόνομες μεσαιωνικές πόλεις, οι οποίες μετατράπηκαν σε πολιτικούς οργανισμούς πρωταρχικής σημασίας (προπάντων οι εμπορικές πόλεις και οι ναυτικές δημοκρατίες). Οργανικό στοιχείο αυτών τωναστικών σχηματισμών αποτελεί το εμπόριο και η βιοτεχνία, γύρω από τα οποία θα αναπτυχθούν τα δομικά χαρακτηριστικά των μεσαιωνικών πόλεων. Παράλληλα σταθεροποιήθηκαν νέα κράτη, όπως το νορμανδικό βασίλειο της Σικελίας, που ένωσε τη νότια Ιταλία, εξοστρακίζοντας από τη χερσόνησο τους Βυζαντινούς και τους Άραβες, και το βασίλειο, νορμανδικό και αυτό, της Αγγλίας. Κατά τους αιώνες 12o-13o οι νέες πολιτικό-οικονομικές δυνάμεις, που αναπτύχθηκαν στην Ιταλία το 1000, οι Κοινότητες (Comuni), ανέλαβαν την ευθύνη μακρών αγώνων εναντίον των Σουηβών αυτοκρατόρων (Φρειδερίκου A’ και Φρειδερίκου B’), τους οποίους νίκησαν με την υποστήριξη του πάπα. Ταυτόχρονα ισχυροποιήθηκε και η εκκλησία, εξαιτίας ποικίλων παραγόντων, όπως η εσωτερική της μεταρρύθμιση, η πρώτη Σταυροφορία, η επιτυχής αντιμετώπιση των αιρέσεων, η ίδρυση και δραστηριοποίηση των νέων μοναχικών ταγμάτων του Αγίου Φραγκίσκου και του Αγίου Δομίνικου και η θαυμαστή ανάπτυξη των σπουδών, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στους μεγάλους διδασκάλους του σχολαστικισμού.
Τη δύση της αυτοκρατορίας, που ξεκίνησε μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Φρειδερίκου B’ (1250) ακολούθησε –και ως συνέπεια– η δύση της πολιτικής παπικής δύναμης, προπάντων ύστερα από την αιχμαλωσία των παπών στην Αβινιόν (1305-77). Τον 13ο και 14ο αι., τους λεγόμενους τελευταίους αιώνες του M., καθόρισε η σταθεροποίηση των μεγάλων και ισχυρών κρατών της Ευρώπης, που θεμελιώθηκαν σε εθνικές πλέον βάσεις (όπως η Γαλλία, Αγγλία, Ισπανία) ή σε βάσεις τοπικές, περιφερειακές (όπως οι ιταλικές αυθεντίες –Signorie– και τα διάφορα πριγκιπάτα). Αλλά και η ουσία του ισχυρού κράτους, που εκπροσωπείτο από τον απόλυτο ηγεμόνα (superiorem non reconoscens), ξεφεύγει από τα χρονικά όρια του M., ο οποίος διατηρούσε με επιμονή το ιεραρχικό και το ενωτικό χριστιανικό ιδεώδες, βάση του οποίου όλο το ποίμνιο θα έπρεπε να έχει έναν ποιμένα.
Επομένως, η επιβίωση κατά τον 15o αιώνα μερικών βασικών μεσαιωνικών θεσμών (όπως οι δυο οικουμενικές δυνάμεις του πάπα και του αυτοκράτορα, η φεουδαρχική ιεραρχία, οι ιπποτικοί θεσμοί, οι Κοινότητες κλπ.), δίπλα στα εθνικά κράτη ή στις τοπικές ηγεμονίες, στις επιβλητικές λαϊκές οικονομικό-πολιτικές οργανώσεις (με την αστική τάξη του κεφαλαίου σε πλήρη ανάπτυξη), στις αστικές συνήθειες, στην κοσμική τέχνη κλπ., καθώς επίσης και τα πρώτα θρησκευτικά κινήματα που προμήνυαν την προτεσταντική μεταρρύθμιση, η επέκταση των γεωγραφικών γνώσεων πέρα από τα όρια του αρχαίου κόσμου, οι τεχνικές εφευρέσεις (όπως η τυπογραφία και τα πυροβόλα όπλα) προσέφεραν ήδη από τότε στα πιο ανήσυχα πνεύματα την αίσθηση ότι μια εποχή έκλεινε και ότι ανέτελλε μια καινούργια.
«Η βασίλισσα Θεοδολίνδη», τοιχογραφία του Τζαβατάρι, του 15ου αι. (Καθεδρικός ναός της Μόντσα, Ιταλία).
Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’, έργο του Τζιότο (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Η μάχη των ιπποτών του τευτονικού τάγματος, σε μικρογραφία του 1332.
Το αβαείο του Μοντεκασίνο, όπως εικονίζεται σε μικρογραφία.
«H Σταυροφορία του Πέτρου του Ερημίτη», μικρογραφία του 13ου αι.
Τμήμα της βασιλικής του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού, στη Ρώμη, έργο του Βαρσαλέτο που αποτελεί εξαίρετο δείγμα μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής.
Η αυλή στην Αλάμπρα της Γρανάδας, έργο της μεσαιωνικής περιόδου.
* * *και μεσαίων, οη περίοδος τής ευρωπαϊκής ιστορίας από τον 5ο αιώνα ώς τον 15ο αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσαίων (< μεσ[ο]-* + αἰών, με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει, πρβλ. μακραίων, δυσαίων) προκάλεσε προβλήματα σχετικά με την ορθότητα τής χρήσης του. Ο Κοραής αρχικά απέδωσε το γαλλ. moyen age ως μεσαιών με κάθε επιφύλαξη, ενώ πολλοί λόγιοι υποστήριξαν ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιείται η περίφραση Μέσος αἰών. Η λ., στον λόγιο τ. μεσαίων, μαρτυρείται από το 1845 στον Μ. Σχινά].
Dictionary of Greek. 2013.